- εξοδεύω
- και ξοδεύω (AM ἐξοδεύω) [έξοδος]μσν.- νεοελλ.δαπανώ, καταναλώνωνεοελλ.1. διαθέτω το εμπόρευμά μου σε αγοραστές2. υποβάλλω άλλον σε έξοδααρχ.-μσν.1. βγαίνω και πορεύομαι κάπου2. αναχωρώ, φεύγω3. εκστρατεύω4. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνωαρχ.1. βγάζω έξω από τον δρόμο, παραπλανώ2. αναλύω, ερμηνεύω.
Dictionary of Greek. 2013.